καλιστρώ

καλιστρώ
καλιστρῶ, -έω (Α) (επιτατ. τ. τού καλώ*)
καλώ επιτακτικά, έντονα («ἀπὸ τῶν τεγῶν ἐκαλίστρουν τοὺς παριόντας», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παράγωγο τού καλῶ που σχηματίστηκε πιθ. μέσω ενός ουσ. σε -τήρ (* καλισ-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλιστρῶ — καλιστρέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) καλιστρέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”